μοσχομυριστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοσχομυριστός η μοσχομυριστή το μοσχομυριστό
      γενική του μοσχομυριστού της μοσχομυριστής του μοσχομυριστού
    αιτιατική τον μοσχομυριστό τη μοσχομυριστή το μοσχομυριστό
     κλητική μοσχομυριστέ μοσχομυριστή μοσχομυριστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοσχομυριστοί οι μοσχομυριστές τα μοσχομυριστά
      γενική των μοσχομυριστών των μοσχομυριστών των μοσχομυριστών
    αιτιατική τους μοσχομυριστούς τις μοσχομυριστές τα μοσχομυριστά
     κλητική μοσχομυριστοί μοσχομυριστές μοσχομυριστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μοσχομυριστός < μόσχος + μυριστικός

Επίθετο

μοσχομυριστός, -ή, -ό

  • που αναδίδει ευχάριστη μυρωδιά
    μοσχομυριστός καφές

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.