μυλόπετρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυλόπετρα οι μυλόπετρες
      γενική της μυλόπετρας των μυλοπετρών
    αιτιατική τη μυλόπετρα τις μυλόπετρες
     κλητική μυλόπετρα μυλόπετρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μυλόπετρες

Ετυμολογία

μυλόπετρα < μεσαιωνική ελληνική μυλόπετρα < (ελληνιστική κοινή) μύλος (< αρχαία ελληνική μύλη) + πέτρα

Ουσιαστικό

μυλόπετρα θηλυκό

  • πέτρα που αλέθει σε μύλο, κυλινδρικού σχήματος και μεγάλης διαμέτρου σε σχέση με το ύψος της

Συνώνυμα

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.