κατωμυλόπετρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατωμυλόπετρα | οι | κατωμυλόπετρες |
| γενική | της | κατωμυλόπετρας | των | κατωμυλοπετρών |
| αιτιατική | την | κατωμυλόπετρα | τις | κατωμυλόπετρες |
| κλητική | κατωμυλόπετρα | κατωμυλόπετρες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
κατωμυλόπετρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.