μυλόλιθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μυλόλιθος | οι | μυλόλιθοι |
| γενική | του | μυλόλιθου & μυλολίθου |
των | μυλόλιθων & μυλολίθων |
| αιτιατική | τον | μυλόλιθο | τους | μυλόλιθους & μυλολίθους |
| κλητική | μυλόλιθε | μυλόλιθοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μυλόλιθος αρσενικό
- κυλινδρικός λίθος αλέσματος που χρησιμοποιείται σε μύλο
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.