πανωμυλόπετρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πανωμυλόπετρα οι πανωμυλόπετρες
      γενική της πανωμυλόπετρας των πανωμυλοπετρών
    αιτιατική την πανωμυλόπετρα τις πανωμυλόπετρες
     κλητική πανωμυλόπετρα πανωμυλόπετρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πανωμυλόπετρα < πάνω + μυλόπετρα

Ουσιαστικό

πανωμυλόπετρα θηλυκό

Συνώνυμα

  • ανωμυλόπετρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.