κρατέρωμα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κρατέρωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κρατέρωμα

Ουσιαστικό

κρατέρωμα ουδέτερο

Σημειώσεις

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κρατέρωμᾰ τὰ κρατερώμᾰτ
      γενική τοῦ κρατερώμᾰτος τῶν κρατερωμᾰ́των
      δοτική τῷ κρατερώμᾰτ τοῖς κρατερώμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κρατέρωμᾰ τὰ κρατερώμᾰτ
     κλητική ! κρατέρωμᾰ κρατερώμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρατερώμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  κρατερωμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρατέρωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κρατέρωμα ουδέτερο

Αναφορές

  1. τόμ. B΄ (Αθήνα 1902), σ. 771 - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.