μπρατσάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπρατσάκι | τα | μπρατσάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | μπρατσάκι | τα | μπρατσάκια |
| κλητική | μπρατσάκι | μπρατσάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μπρατσάκι ουδέτερο
- μικρό ή αδύνατο μπράτσο
- περιχειρίδα, φουσκωτό περιβραχιόνιο, φουσκωτό βοήθημα για την κολύμβηση που φοριέται κυρίως από παιδιά στο μπράτσο και τα βοηθάει να επιπλέουν στο νερό
- (σκωπτικά) πιεσόμετρο μπράτσου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
