μπρατσάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπρατσάκι τα μπρατσάκια
      γενική
    αιτιατική το μπρατσάκι τα μπρατσάκια
     κλητική μπρατσάκι μπρατσάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά


Ετυμολογία

μπρατσάκι < υποκοριστικό του μπράτσο
παιδί με πορτοκαλιά μπρατσάκια

Ουσιαστικό

μπρατσάκι ουδέτερο

  1. μικρό ή αδύνατο μπράτσο
  2. περιχειρίδα, φουσκωτό περιβραχιόνιο, φουσκωτό βοήθημα για την κολύμβηση που φοριέται κυρίως από παιδιά στο μπράτσο και τα βοηθάει να επιπλέουν στο νερό
  3. (σκωπτικά) πιεσόμετρο μπράτσου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.