μπουντρούμι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουντρούμι τα μπουντρούμια
      γενική του μπουντρουμιού των μπουντρουμιών
    αιτιατική το μπουντρούμι τα μπουντρούμια
     κλητική μπουντρούμι μπουντρούμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπουντρούμι < (άμεσο δάνειο) τουρκική bodrum (υπόγειο) + < μεσαιωνική ελληνική ιππόδρομος [1] (αντιδάνειο) (επειδή ο ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης είχε υπόγεια που έγιναν φυλακές)

Προφορά

ΔΦΑ : /buˈdɾu.mi/

Ουσιαστικό

μπουντρούμι ουδέτερο

  • φυλακή στα υπόγεια ενός κτηρίου αλλά και το ανήλιαγο, πολύ στενόχωρο κελί
    Απ’ τα μπουντρούμια κι απ’ την εξορία/νέα του κόσμου ξεκινά η ιστορία (Κωνσταντίνος Καβάφης, "Η ώρα φτάνει")
    Τα μπουντρούμια της ΕΑΤ-ΕΣΑ (χώρος εγκλεισμού και βασανισμού στην περίοδο της δικτατορίας)
  • (κατ’ επέκταση) σκοτεινό και στενόχωρο δωμάτιο
    Σαν μπουντρούμι είναι εδώ μέσα, μια τρύπα, χωρίς παράθυρο, μέσα στην υγρασία....

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.