μπουζουκοκέφαλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπουζουκοκέφαλος | οι | μπουζουκοκέφαλοι |
| γενική | του | μπουζουκοκέφαλου | των | μπουζουκοκέφαλων |
| αιτιατική | τον | μπουζουκοκέφαλο | τους | μπουζουκοκέφαλους |
| κλητική | μπουζουκοκέφαλε | μπουζουκοκέφαλοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
μπουζουκοκέφαλος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.