μπουζουκίστας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπουζουκίστας οι μπουζουκίστες
      γενική του μπουζουκίστα των μπουζουκιστών
    αιτιατική τον μπουζουκίστα τους μπουζουκίστες
     κλητική μπουζουκίστα μπουζουκίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπουζουκίστας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μπουζουκίστας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.