μπολσεβικισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπολσεβικισμός οι μπολσεβικισμοί
      γενική του μπολσεβικισμού των μπολσεβικισμών
    αιτιατική τον μπολσεβικισμό τους μπολσεβικισμούς
     κλητική μπολσεβικισμέ μπολσεβικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπολσεβικισμός < μπολσεβίκος + -ισμός[1] (< γαλλική bolchevique[2]) < ρωσική [2] большевик (bolʹševík) < больше (bólʹše) + -еви́к (-evík)

Προφορά

ΔΦΑ : /bol.se.vi.ciˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπολσεβικισμός

Ουσιαστικό

μπολσεβικισμός αρσενικό

  1. (πολιτική, ιστορία) η ιδεολογία των μπολσεβίκων και η πολιτική πρακτική του προλεταριάτου στην ΕΣΣΔ μετά την Ρωσική Επανάσταση
  2. (πολιτική, ιστορία, κατ’ επέκταση, παρωχημένο) ο κομμουνισμός / σοσιαλισμός κατά την προσέγγιση κι εφαρμογή του στην ΕΣΣΔ μετά την Ρωσική Επανάσταση

Συγγενικά

Πηγές

  • [1]
  • μπολσεβικισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • μπολσεβικισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.