μπλοκαρισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπλοκαρισμένος η μπλοκαρισμένη το μπλοκαρισμένο
      γενική του μπλοκαρισμένου της μπλοκαρισμένης του μπλοκαρισμένου
    αιτιατική τον μπλοκαρισμένο την μπλοκαρισμένη το μπλοκαρισμένο
     κλητική μπλοκαρισμένε μπλοκαρισμένη μπλοκαρισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπλοκαρισμένοι οι μπλοκαρισμένες τα μπλοκαρισμένα
      γενική των μπλοκαρισμένων των μπλοκαρισμένων των μπλοκαρισμένων
    αιτιατική τους μπλοκαρισμένους τις μπλοκαρισμένες τα μπλοκαρισμένα
     κλητική μπλοκαρισμένοι μπλοκαρισμένες μπλοκαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μπλοκαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπλοκάρω

Μετοχή

μπλοκαρισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.