μπερδουκλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μπερδουκλωμένος | η | μπερδουκλωμένη | το | μπερδουκλωμένο |
| γενική | του | μπερδουκλωμένου | της | μπερδουκλωμένης | του | μπερδουκλωμένου |
| αιτιατική | τον | μπερδουκλωμένο | την | μπερδουκλωμένη | το | μπερδουκλωμένο |
| κλητική | μπερδουκλωμένε | μπερδουκλωμένη | μπερδουκλωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μπερδουκλωμένοι | οι | μπερδουκλωμένες | τα | μπερδουκλωμένα |
| γενική | των | μπερδουκλωμένων | των | μπερδουκλωμένων | των | μπερδουκλωμένων |
| αιτιατική | τους | μπερδουκλωμένους | τις | μπερδουκλωμένες | τα | μπερδουκλωμένα |
| κλητική | μπερδουκλωμένοι | μπερδουκλωμένες | μπερδουκλωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
μπερδουκλωμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.