μπερδουκλώνω
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- μπερδουκλώνω < μπερδεύω + πεδουκλώνω[1]
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μπερδουκλώνω | μπερδούκλωνα | θα μπερδουκλώνω | να μπερδουκλώνω | μπερδουκλώνοντας | |
| β' ενικ. | μπερδουκλώνεις | μπερδούκλωνες | θα μπερδουκλώνεις | να μπερδουκλώνεις | μπερδούκλωνε | |
| γ' ενικ. | μπερδουκλώνει | μπερδούκλωνε | θα μπερδουκλώνει | να μπερδουκλώνει | ||
| α' πληθ. | μπερδουκλώνουμε | μπερδουκλώναμε | θα μπερδουκλώνουμε | να μπερδουκλώνουμε | ||
| β' πληθ. | μπερδουκλώνετε | μπερδουκλώνατε | θα μπερδουκλώνετε | να μπερδουκλώνετε | μπερδουκλώνετε | |
| γ' πληθ. | μπερδουκλώνουν(ε) | μπερδούκλωναν μπερδουκλώναν(ε) |
θα μπερδουκλώνουν(ε) | να μπερδουκλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μπερδούκλωσα | θα μπερδουκλώσω | να μπερδουκλώσω | μπερδουκλώσει | ||
| β' ενικ. | μπερδούκλωσες | θα μπερδουκλώσεις | να μπερδουκλώσεις | μπερδούκλωσε | ||
| γ' ενικ. | μπερδούκλωσε | θα μπερδουκλώσει | να μπερδουκλώσει | |||
| α' πληθ. | μπερδουκλώσαμε | θα μπερδουκλώσουμε | να μπερδουκλώσουμε | |||
| β' πληθ. | μπερδουκλώσατε | θα μπερδουκλώσετε | να μπερδουκλώσετε | μπερδουκλώστε | ||
| γ' πληθ. | μπερδούκλωσαν μπερδουκλώσαν(ε) |
θα μπερδουκλώσουν(ε) | να μπερδουκλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μπερδουκλώσει | είχα μπερδουκλώσει | θα έχω μπερδουκλώσει | να έχω μπερδουκλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μπερδουκλώσει | είχες μπερδουκλώσει | θα έχεις μπερδουκλώσει | να έχεις μπερδουκλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μπερδουκλώσει | είχε μπερδουκλώσει | θα έχει μπερδουκλώσει | να έχει μπερδουκλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μπερδουκλώσει | είχαμε μπερδουκλώσει | θα έχουμε μπερδουκλώσει | να έχουμε μπερδουκλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μπερδουκλώσει | είχατε μπερδουκλώσει | θα έχετε μπερδουκλώσει | να έχετε μπερδουκλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μπερδουκλώσει | είχαν μπερδουκλώσει | θα έχουν μπερδουκλώσει | να έχουν μπερδουκλώσει |
| |
Πηγές
- μπουρδουκλώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μπερδουκλώνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
μπερδουκλώνω
|
- μπουρδουκλώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.