μπατιρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μπατιρισμένος | η | μπατιρισμένη | το | μπατιρισμένο |
| γενική | του | μπατιρισμένου | της | μπατιρισμένης | του | μπατιρισμένου |
| αιτιατική | τον | μπατιρισμένο | την | μπατιρισμένη | το | μπατιρισμένο |
| κλητική | μπατιρισμένε | μπατιρισμένη | μπατιρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μπατιρισμένοι | οι | μπατιρισμένες | τα | μπατιρισμένα |
| γενική | των | μπατιρισμένων | των | μπατιρισμένων | των | μπατιρισμένων |
| αιτιατική | τους | μπατιρισμένους | τις | μπατιρισμένες | τα | μπατιρισμένα |
| κλητική | μπατιρισμένοι | μπατιρισμένες | μπατιρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μπατιρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπατιρίζω
Μεταφράσεις
- → δείτε τη λέξη μπατιρημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.