μπασκλάς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπασκλάς < (λόγιο δάνειο) γαλλική basses classes (κατώτερες τάξεις) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /basˈklas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐σκλάς
Επίθετο
μπασκλάς άκλιτο
- (οικείο, μειωτικό) άτομο ή σύνολο ατόμων που θεωρείται ότι κατατάσσεται σε «κατώτερη» κοινωνική τάξη ή γενικότερα θεωρείται δευτερεύον ή κατώτερο
Συνώνυμα
Συγγενικά
- μπασκλασαρία
- → δείτε τις λέξεις μπάσος και κλάση
Μεταφράσεις
Αναφορές
- μπασκλάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.