μπαρέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαρέτα οι μπαρέτες
      γενική της μπαρέτας των μπαρετών
    αιτιατική την μπαρέτα τις μπαρέτες
     κλητική μπαρέτα μπαρέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαρέτα < ιταλική barretta, υποκοριστικό του barra < δημώδης λατινική *barra < γαλατική *barros

Προφορά

ΔΦΑ : /baˈre.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπαρέτα
παρώνυμο: μπερέτα

Ουσιαστικό

μπαρέτα θηλυκό

  1. λουράκι παπουτσιού που εφάπτεται στο κουντεπιέ
  2. κοκαλάκι για τα μαλλιά
  3. τεχνική βαθιάς θεμελίωσης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.