μπαμπακένιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπαμπακένιος η μπαμπακένια το μπαμπακένιο
      γενική του μπαμπακένιου της μπαμπακένιας του μπαμπακένιου
    αιτιατική τον μπαμπακένιο την μπαμπακένια το μπαμπακένιο
     κλητική μπαμπακένιε μπαμπακένια μπαμπακένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπαμπακένιοι οι μπαμπακένιες τα μπαμπακένια
      γενική των μπαμπακένιων των μπαμπακένιων των μπαμπακένιων
    αιτιατική τους μπαμπακένιους τις μπαμπακένιες τα μπαμπακένια
     κλητική μπαμπακένιοι μπαμπακένιες μπαμπακένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μπαμπακένιος < μπαμπάκ(ι) + -ένιος < βαμβάκι

Προφορά

ΔΦΑ : /ba.baˈce.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπαμπακένιος

Επίθετο

μπαμπακένιος, -α, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.