μπαμπάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαμπάκι τα μπαμπάκια
      γενική του μπαμπακιού των μπαμπακιών
    αιτιατική το μπαμπάκι τα μπαμπάκια
     κλητική μπαμπάκι μπαμπάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαμπάκι < μεσαιωνική ελληνική βαμβάκιον

Ουσιαστικό

μπαμπάκι ουδέτερο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.