μπαντού
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπαντού < Bantu λέξη της ομάδας γλωσσών Nguni που ανήκει στην οικογένεια γλωσσών μπαντού
Ουσιαστικό
μπαντού άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) η μεγαλύτερη αφρικανική οικογένεια γλωσσών της ομάδας Νίγηρα-Κονγκό, που ομιλείται στο μεγαλύτερο μέρος της υποσαχάριας Αφρικής
- (γλωσσολογία) γενικός όρος για τις αφρικανικές εθνικές ομάδες που μιλούν μια γλώσσα μπαντού
- γλώσσα σουάζι
- βόρεια σότο
- νότια σότο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.