μπατσαρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπατσαρία οι μπατσαρίες
      γενική της μπατσαρίας των μπατσαριών
    αιτιατική την μπατσαρία τις μπατσαρίες
     κλητική μπατσαρία μπατσαρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπατσαρία < μπάτσ(ος) + -αρία

Προφορά

ΔΦΑ : /ba.t͡saˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπατσαρία

Ουσιαστικό

μπατσαρία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.