μπασκίνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπασκίνας | οι | μπασκίνες |
| γενική | του | μπασκίνα | των | μπασκίνων |
| αιτιατική | τον | μπασκίνα | τους | μπασκίνες |
| κλητική | μπασκίνα | μπασκίνες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπασκίνας < (άμεσο δάνειο) τουρκική baskın (αστυνομική έφοδος)
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.