μπάρμαν
Νέα ελληνικά (el)

Μπάρμαν που φτιάχνει κοκτέιλ.
Ετυμολογία
- μπάρμαν < (άμεσο δάνειο) αγγλική barman
Ουσιαστικό
μπάρμαν αρσενικό άκλιτο (θηλυκό μπαργούμαν)
- (επάγγελμα) αυτός που δουλεύει σε μπαρ/που φτιάχνει ποτά σε ένα μπαρ
- ※ Με κοίταξε με μάτια που σπίθιζαν κάπως κοροϊδευτικά, καθώς ο μπάρμαν ξαναγέμιζε το ποτήρι του. (Δημοσθένης Κούρτοβικ, Φυσαλία η καλλιαύχην [διήγημα], 2002)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.