ηχομπάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηχομπάρα οι ηχομπάρες
      γενική της ηχομπάρας των ηχομπαρών
    αιτιατική την ηχομπάρα τις ηχομπάρες
     κλητική ηχομπάρα ηχομπάρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ηχομπάρα πάνω σε έπιπλο, κάτω από τηλεόραση που είναι τοποθετημένη σε τοίχο

Ετυμολογία

ηχομπάρα < ήχ(ος) + -ο- + μπάρα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική soundbar)

Ουσιαστικό

ηχομπάρα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.