μούσκιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μούσκιο | τα | μούσκια |
| γενική | του | μούσκιου | των | μούσκιων |
| αιτιατική | το | μούσκιο | τα | μούσκια |
| κλητική | μούσκιο | μούσκια | ||
| Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μούσκιο < μουσκ(εύω) + -ιο (αναδρομικός σχηματισμός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmu.sco/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μού‐σκιο
Ουσιαστικό
μούσκιο ουδέτερο
- η τοποθέτηση αντικειμένων σε νερό για κάποιο χρονικό διάστημα ώστε να ποτιστούν από το νερό
- βάζουμε για λίγο τα παξιμάδια στο μούσκιο ώστε να μαλακώσουν
- έβαζε πάντα τα ασπρόρουχα στο μούσκιο, για καμιά ώρα περίπου, και μετά τα έπλενε
Συγγενικά
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.