μούργος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μούργος οι μούργοι
      γενική του μούργου των μούργων
    αιτιατική τον μούργο τους μούργους
     κλητική μούργο
& μούργε
μούργοι
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μούργος < μούργα

Ουσιαστικό

μούργος αρσενικό
  1. μεγάλο, συνήθως σκουρόχρωμο, σκυλί των βοσκών
    Ο τσοπάνης έδωσε μια κλωτσιά στα πισινά του μούργου
  2. άνθρωπος άξεστος, απότομος. Η λέξη χρησιμοποιείται υβριστικά ή ειρωνικά
    Καλά, ρε μούργο, πού πήγες και βρόμισες έτσι;
     συνώνυμα: ασχημάνθρωπος, βάναυσος, παλιάνθρωπος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.