μοχλοβραχίονας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μοχλοβραχίονας | οι | μοχλοβραχίονες |
| γενική | του | μοχλοβραχίονα | των | μοχλοβραχιόνων |
| αιτιατική | τον | μοχλοβραχίονα | τους | μοχλοβραχίονες |
| κλητική | μοχλοβραχίονα | μοχλοβραχίονες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μοχλοβραχίονας < μοχλ(ός) + -ο- + βραχίονας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική lever arm)
Ουσιαστικό
μοχλοβραχίονας αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.