υπομόχλιο
Νέα ελληνικά (el)

Το τρίγωνο αναπαριστά το υπομόχλιο σε έναν μοχλό α' είδους
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υπομόχλιο | τα | υπομόχλια |
| γενική | του | υπομοχλίου & υπομόχλιου |
των | υπομοχλίων |
| αιτιατική | το | υπομόχλιο | τα | υπομόχλια |
| κλητική | υπομόχλιο | υπομόχλια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπομόχλιο < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.