υπομόχλευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπομόχλευση οι υπομοχλεύσεις
      γενική της υπομόχλευσης* των υπομοχλεύσεων
    αιτιατική την υπομόχλευση τις υπομοχλεύσεις
     κλητική υπομόχλευση υπομοχλεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπομοχλεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπομόχλευση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

υπομόχλευση θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.