μουγκρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μουγκρίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μουγκρίζω < (ηχομιμητική λέξη)
Προφορά
- ΔΦΑ : /muŋˈɡɾi.zo/ & /muˈɡɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μου‐γκρί‐ζω
Ρήμα
μουγκρίζω, αόρ.: μούγκρισα (χωρίς παθητική φωνή)
Συνώνυμα
- μυκώμαι
- βρυχώμαι
- μουγκανίζω
- μουκανίζω
- μουκανιέμαι
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μουγκρίζω | μούγκριζα | θα μουγκρίζω | να μουγκρίζω | μουγκρίζοντας | |
| β' ενικ. | μουγκρίζεις | μούγκριζες | θα μουγκρίζεις | να μουγκρίζεις | μούγκριζε | |
| γ' ενικ. | μουγκρίζει | μούγκριζε | θα μουγκρίζει | να μουγκρίζει | ||
| α' πληθ. | μουγκρίζουμε | μουγκρίζαμε | θα μουγκρίζουμε | να μουγκρίζουμε | ||
| β' πληθ. | μουγκρίζετε | μουγκρίζατε | θα μουγκρίζετε | να μουγκρίζετε | μουγκρίζετε | |
| γ' πληθ. | μουγκρίζουν(ε) | μούγκριζαν μουγκρίζαν(ε) |
θα μουγκρίζουν(ε) | να μουγκρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μούγκρισα | θα μουγκρίσω | να μουγκρίσω | μουγκρίσει | ||
| β' ενικ. | μούγκρισες | θα μουγκρίσεις | να μουγκρίσεις | μούγκρισε | ||
| γ' ενικ. | μούγκρισε | θα μουγκρίσει | να μουγκρίσει | |||
| α' πληθ. | μουγκρίσαμε | θα μουγκρίσουμε | να μουγκρίσουμε | |||
| β' πληθ. | μουγκρίσατε | θα μουγκρίσετε | να μουγκρίσετε | μουγκρίστε | ||
| γ' πληθ. | μούγκρισαν μουγκρίσαν(ε) |
θα μουγκρίσουν(ε) | να μουγκρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μουγκρίσει | είχα μουγκρίσει | θα έχω μουγκρίσει | να έχω μουγκρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μουγκρίσει | είχες μουγκρίσει | θα έχεις μουγκρίσει | να έχεις μουγκρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μουγκρίσει | είχε μουγκρίσει | θα έχει μουγκρίσει | να έχει μουγκρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μουγκρίσει | είχαμε μουγκρίσει | θα έχουμε μουγκρίσει | να έχουμε μουγκρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μουγκρίσει | είχατε μουγκρίσει | θα έχετε μουγκρίσει | να έχετε μουγκρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μουγκρίσει | είχαν μουγκρίσει | θα έχουν μουγκρίσει | να έχουν μουγκρίσει |
| |
Μεταφράσεις
Πηγές
- μουγκρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
- (ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- μουγκρίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μουγκρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.