μυκηθμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μυκηθμός | οι | μυκηθμοί |
| γενική | του | μυκηθμού | των | μυκηθμών |
| αιτιατική | τον | μυκηθμό | τους | μυκηθμούς |
| κλητική | μυκηθμέ | μυκηθμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μυκηθμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μυκηθμός < μυκάομαι / μυκῶμαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.ciˈθmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐κη‐θμός
Ουσιαστικό
μυκηθμός αρσενικό
- (λόγιο) μούγκρισμα, μουκάνισμα, μουκανητό
- (κατ’ επέκταση) (υπόκωφος) θόρυβος
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | μυκηθμός | οἱ | μυκηθμοί |
| γενική | τοῦ | μυκηθμοῦ | τῶν | μυκηθμῶν |
| δοτική | τῷ | μυκηθμῷ | τοῖς | μυκηθμοῖς |
| αιτιατική | τὸν | μυκηθμόν | τοὺς | μυκηθμούς |
| κλητική ὦ! | μυκηθμέ | μυκηθμοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μυκηθμώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μυκηθμοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- μυκηθμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μυκηθμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.