βρυχηθμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βρυχηθμός | οι | βρυχηθμοί |
| γενική | του | βρυχηθμού | των | βρυχηθμών |
| αιτιατική | τον | βρυχηθμό | τους | βρυχηθμούς |
| κλητική | βρυχηθμέ | βρυχηθμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βρυχηθμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βρυχηθμός (για λιοντάρι) < αρχαία ελληνική (για τη θάλασσα)[1] < βρυχάομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾi.çiˈθmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρυ‐χηθ‐μός
- παλιότερος συλλαβισμός : βρυ‐χη‐θμός
Ουσιαστικό
βρυχηθμός αρσενικό
- η κραυγή ή το μούγκρισμα μερικών άγριων θηρίων και κυρίως του λιονταριού
Μεταφράσεις
βρυχηθμός
|
Αναφορές
- βρυχηθμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- βρυχηθμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.