επιμορφώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιμορφώνω < επί + μορφώνω παθητική φωνή επιμορφώνομαι μετοχή παθ. παρακειμ. επιμορφωμένος

Ρήμα

επιμορφώνω

  • ανανεώνω και επικαιροποιώ τις γνώσεις κάποιου σε κάποιον τομέα.

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.