μεταμορφώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεταμορφώνω < μεσαιωνική ελληνική μεταμορφώνω < ελληνιστική κοινή μεταμορφόω / μεταμορφῶ < μετά + αρχαία ελληνική μορφή
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ta.moɾˈfo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐μορ‐φώ‐νω
Ρήμα
μεταμορφώνω
- αλλάζω την μορφή κάποιου (συνήθως με υπερφυσικό τρόπο)
- Σε ένα παραμύθι, η μάγισσα μεταμόρφωσε τον πρίγκιπα σε βάτραχο
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεταμορφώνω | μεταμόρφωνα | θα μεταμορφώνω | να μεταμορφώνω | μεταμορφώνοντας | |
| β' ενικ. | μεταμορφώνεις | μεταμόρφωνες | θα μεταμορφώνεις | να μεταμορφώνεις | μεταμόρφωνε | |
| γ' ενικ. | μεταμορφώνει | μεταμόρφωνε | θα μεταμορφώνει | να μεταμορφώνει | ||
| α' πληθ. | μεταμορφώνουμε | μεταμορφώναμε | θα μεταμορφώνουμε | να μεταμορφώνουμε | ||
| β' πληθ. | μεταμορφώνετε | μεταμορφώνατε | θα μεταμορφώνετε | να μεταμορφώνετε | μεταμορφώνετε | |
| γ' πληθ. | μεταμορφώνουν(ε) | μεταμόρφωναν μεταμορφώναν(ε) |
θα μεταμορφώνουν(ε) | να μεταμορφώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μεταμόρφωσα | θα μεταμορφώσω | να μεταμορφώσω | μεταμορφώσει | ||
| β' ενικ. | μεταμόρφωσες | θα μεταμορφώσεις | να μεταμορφώσεις | μεταμόρφωσε | ||
| γ' ενικ. | μεταμόρφωσε | θα μεταμορφώσει | να μεταμορφώσει | |||
| α' πληθ. | μεταμορφώσαμε | θα μεταμορφώσουμε | να μεταμορφώσουμε | |||
| β' πληθ. | μεταμορφώσατε | θα μεταμορφώσετε | να μεταμορφώσετε | μεταμορφώστε | ||
| γ' πληθ. | μεταμόρφωσαν μεταμορφώσαν(ε) |
θα μεταμορφώσουν(ε) | να μεταμορφώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μεταμορφώσει | είχα μεταμορφώσει | θα έχω μεταμορφώσει | να έχω μεταμορφώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μεταμορφώσει | είχες μεταμορφώσει | θα έχεις μεταμορφώσει | να έχεις μεταμορφώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μεταμορφώσει | είχε μεταμορφώσει | θα έχει μεταμορφώσει | να έχει μεταμορφώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεταμορφώσει | είχαμε μεταμορφώσει | θα έχουμε μεταμορφώσει | να έχουμε μεταμορφώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μεταμορφώσει | είχατε μεταμορφώσει | θα έχετε μεταμορφώσει | να έχετε μεταμορφώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεταμορφώσει | είχαν μεταμορφώσει | θα έχουν μεταμορφώσει | να έχουν μεταμορφώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.