μορφοτυπημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μορφοτυπημένος η μορφοτυπημένη το μορφοτυπημένο
      γενική του μορφοτυπημένου της μορφοτυπημένης του μορφοτυπημένου
    αιτιατική τον μορφοτυπημένο τη μορφοτυπημένη το μορφοτυπημένο
     κλητική μορφοτυπημένε μορφοτυπημένη μορφοτυπημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μορφοτυπημένοι οι μορφοτυπημένες τα μορφοτυπημένα
      γενική των μορφοτυπημένων των μορφοτυπημένων των μορφοτυπημένων
    αιτιατική τους μορφοτυπημένους τις μορφοτυπημένες τα μορφοτυπημένα
     κλητική μορφοτυπημένοι μορφοτυπημένες μορφοτυπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μορφοτυπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μορφοτυπώ

Μετοχή

μορφοτυπημένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη μορφοτυπώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.