μορφοτύπηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μορφοτύπηση | οι | μορφοτυπήσεις |
| γενική | της | μορφοτύπησης | των | μορφοτυπήσεων |
| αιτιατική | τη | μορφοτύπηση | τις | μορφοτυπήσεις |
| κλητική | μορφοτύπηση | μορφοτυπήσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μορφοτύπηση < μορφοτυπώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.