μορφοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μορφοποιώ < μορφή + ποιώ

Ρήμα

μορφοποιώ (παθητική φωνή: μορφοποιούμαι)

  1. δίνω σε κάτι συγκεκριμένη μορφή
  2. δίνω σε κάτι την επιθυμητή μορφή
    το κείμενο πρέπει να μορφοποιηθεί για να εκτυπωθεί

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.