μορφοκλασματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μορφοκλασματικός | η | μορφοκλασματική | το | μορφοκλασματικό |
| γενική | του | μορφοκλασματικού | της | μορφοκλασματικής | του | μορφοκλασματικού |
| αιτιατική | τον | μορφοκλασματικό | τη | μορφοκλασματική | το | μορφοκλασματικό |
| κλητική | μορφοκλασματικέ | μορφοκλασματική | μορφοκλασματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μορφοκλασματικοί | οι | μορφοκλασματικές | τα | μορφοκλασματικά |
| γενική | των | μορφοκλασματικών | των | μορφοκλασματικών | των | μορφοκλασματικών |
| αιτιατική | τους | μορφοκλασματικούς | τις | μορφοκλασματικές | τα | μορφοκλασματικά |
| κλητική | μορφοκλασματικοί | μορφοκλασματικές | μορφοκλασματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
μορφοκλασματικός < μορφ(ή) + -ο- + κλασματικός, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fractal
Προφορά
- ΔΦΑ : /moɾ.fo.kla.zma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μορ‐φο‐κλα‐σμα‐τι‐κός
Επίθετο
Εκφράσεις
- μορφοκλασματική γεωμετρία
- μορφοκλασματικό σχήμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.