φράκταλ

Νέα ελληνικά (el)

φράκταλ μαθηματικού συνόλου Julia

Ετυμολογία

φράκταλ < (λόγιο δάνειο) γαλλική fractal < λατινική fractus (σπασμένος, θραυσμένος), τέλεια παθητική μετοχή του frangō (σπάω, θρυμματίζω)

Ουσιαστικό

φράκταλ ουδέτερο άκλιτο

  • (μαθηματικά, γεωμετρία) γεωμετρικό σχήμα που επαναλαμβάνεται αυτούσιο σε άπειρο βαθμό μεγέθυνσης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.