μονόχνοτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονόχνοτος | η | μονόχνοτη | το | μονόχνοτο |
| γενική | του | μονόχνοτου | της | μονόχνοτης | του | μονόχνοτου |
| αιτιατική | τον | μονόχνοτο | τη | μονόχνοτη | το | μονόχνοτο |
| κλητική | μονόχνοτε | μονόχνοτη | μονόχνοτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονόχνοτοι | οι | μονόχνοτες | τα | μονόχνοτα |
| γενική | των | μονόχνοτων | των | μονόχνοτων | των | μονόχνοτων |
| αιτιατική | τους | μονόχνοτους | τις | μονόχνοτες | τα | μονόχνοτα |
| κλητική | μονόχνοτοι | μονόχνοτες | μονόχνοτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μονόχνοτος, -η, -ο
Πηγές
- μονόχνοτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μονόχνοτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
μονόχνοτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.