μονόχειρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόχειρος η μονόχειρη το μονόχειρο
      γενική του μονόχειρου της μονόχειρης του μονόχειρου
    αιτιατική τον μονόχειρο τη μονόχειρη το μονόχειρο
     κλητική μονόχειρε μονόχειρη μονόχειρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόχειροι οι μονόχειρες τα μονόχειρα
      γενική των μονόχειρων των μονόχειρων των μονόχειρων
    αιτιατική τους μονόχειρους τις μονόχειρες τα μονόχειρα
     κλητική μονόχειροι μονόχειρες μονόχειρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μονόχειρος < μεσαιωνική ελληνική μονόχειρος[1] < ελληνιστική κοινή μονόχειρ < αρχαία ελληνική μόνος + χείρ

Προφορά

ΔΦΑ : /moˈno.çi.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μονόχειρος

Επίθετο

μονόχειρος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μονόχειρος -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.