μονόχειρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

μονόχειρ < μονό- + -χειρ

Ουσιαστικό

μονόχειρ αρσενικό ή θηλυκό

Απόγονοι

μονόχειρ (ελληνιστική κοινή)

καθαρεύουσα: μονόχειρ
νέα ελληνικά: μονόχειρας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.