μοντάζ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μοντάζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική montage < monter + -age < δημώδης λατινική *montāre, απαρέμφατο ενεστώτα του *monto (σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι) < λατινική mons (βουνό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *men- (βουνό)
Ουσιαστικό
μοντάζ ουδέτερο άκλιτο
- (κινηματογράφος) η τέχνη της επιλογής και σύνδεσης των εικόνων και των πλάνων και η διαδικασία αυτή, στο στάδιο της επεξεργασίας της ταινίας
- (τυπογραφία) η σύνθεση και συναρμολόγηση του υλικού προς εκτύπωση και ο χώρος όπου πραγματοποιείται η διαδικασία αυτή
Συγγενικά
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.