μονοτυπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μονοτυπία | οι | μονοτυπίες |
| γενική | της | μονοτυπίας | των | μονοτυπιών |
| αιτιατική | τη | μονοτυπία | τις | μονοτυπίες |
| κλητική | μονοτυπία | μονοτυπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μονοτυπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monotype < αρχαία ελληνική μόνος + τύπος
Ουσιαστικό
μονοτυπία θηλυκό
Συγγενικά
- μονοτύπης
- μονοτυπικός
- → δείτε τις λέξεις μόνος και τύπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.