μονοτυπικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοτυπικός η μονοτυπική το μονοτυπικό
      γενική του μονοτυπικού της μονοτυπικής του μονοτυπικού
    αιτιατική τον μονοτυπικό τη μονοτυπική το μονοτυπικό
     κλητική μονοτυπικέ μονοτυπική μονοτυπικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοτυπικοί οι μονοτυπικές τα μονοτυπικά
      γενική των μονοτυπικών των μονοτυπικών των μονοτυπικών
    αιτιατική τους μονοτυπικούς τις μονοτυπικές τα μονοτυπικά
     κλητική μονοτυπικοί μονοτυπικές μονοτυπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

  1. μονοτυπικός < μονο- + τυπικός
  2. μονοτυπικός < μονοτυπία + -ικός

Επίθετο

μονοτυπικός, -ή, -ό

  1. (βιολογία) ταξινομική ομάδα με μία υποδεέστερη π.χ. ένα γένος με ένα μόνο είδος, ή ένα είδος με ένα υποείδος
  2. που έχει σχέση με τη μονοτυπία ή αναφέρεται σ’ αυτή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.