μονοτονικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοτονικός η μονοτονική το μονοτονικό
      γενική του μονοτονικού της μονοτονικής του μονοτονικού
    αιτιατική τον μονοτονικό τη μονοτονική το μονοτονικό
     κλητική μονοτονικέ μονοτονική μονοτονικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοτονικοί οι μονοτονικές τα μονοτονικά
      γενική των μονοτονικών των μονοτονικών των μονοτονικών
    αιτιατική τους μονοτονικούς τις μονοτονικές τα μονοτονικά
     κλητική μονοτονικοί μονοτονικές μονοτονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μονοτονικός < μονο- + τόνος + -ικός

Επίθετο

μονοτονικός

  1. που προβλέπει τη χρήση μόνο ενός τονικού σημείου (τόνου)
  2. (ουσιαστικοποιημένο) μονοτονικό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.