μονοπέταλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονοπέταλος | η | μονοπέταλη | το | μονοπέταλο |
| γενική | του | μονοπέταλου | της | μονοπέταλης | του | μονοπέταλου |
| αιτιατική | τον | μονοπέταλο | τη | μονοπέταλη | το | μονοπέταλο |
| κλητική | μονοπέταλε | μονοπέταλη | μονοπέταλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονοπέταλοι | οι | μονοπέταλες | τα | μονοπέταλα |
| γενική | των | μονοπέταλων | των | μονοπέταλων | των | μονοπέταλων |
| αιτιατική | τους | μονοπέταλους | τις | μονοπέταλες | τα | μονοπέταλα |
| κλητική | μονοπέταλοι | μονοπέταλες | μονοπέταλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μονοπέταλος, -η, -ο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.