συμπέταλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπέταλος η συμπέταλη το συμπέταλο
      γενική του συμπέταλου της συμπέταλης του συμπέταλου
    αιτιατική τον συμπέταλο τη συμπέταλη το συμπέταλο
     κλητική συμπέταλε συμπέταλη συμπέταλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπέταλοι οι συμπέταλες τα συμπέταλα
      γενική των συμπέταλων των συμπέταλων των συμπέταλων
    αιτιατική τους συμπέταλους τις συμπέταλες τα συμπέταλα
     κλητική συμπέταλοι συμπέταλες συμπέταλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συμπέταλος < συμ- + πέταλο + -ος

Επίθετο

συμπέταλος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.