μονοζυγώτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μονοζυγώτης | οι | μονοζυγώτες |
| γενική | του | μονοζυγώτη | των | μονοζυγωτών |
| αιτιατική | τον | μονοζυγώτη | τους | μονοζυγώτες |
| κλητική | μονοζυγώτη | μονοζυγώτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Επίθετο
ο, η μονοζυγώτης και πληθ. οι μονοζυγώτες
- ο ομοζυγώτης δίδυμος, εκείνος που μοιράζεται ακριβώς το ίδιο DNA με τον δίδυμο αδελφό του, καθώς έχουν προέλθει και οι δύο από τη γονιμοποίηση ενός και μόνον ενός ωαρίου το οποίο διαιρέθηκε. Ο όρος χρησιμοποιείται για προσδιορισμό αλλά και σε αντιδιαστολή προς τον ετεροζυγώτη ή διζυγώτη δίδυμο.
- Η Μαρία και η Ελένη είναι μονοζυγώτες δίδυμες
- Ο Κώστας και ο Παύλος είναι μονοζυγώτες δίδυμοι
- Οι περισσότερες κλινικές έρευνες για την κληρονομικότητα, γίνονται σε μονοζυγώτες διδύμους
Αντώνυμα
- διζυγώτης
- διζυγωτικός
- ετεροζυγώτης
- ετεροζυγωτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.