διζυγώτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διζυγώτης | οι | διζυγώτες |
| γενική | του | διζυγώτη | των | διζυγωτών |
| αιτιατική | τον | διζυγώτη | τους | διζυγώτες |
| κλητική | διζυγώτη | διζυγώτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Επίθετο
διζυγώτης αρσενικό ή θηλυκό
- ο ετεροζυγώτης δίδυμος, αυτος που δεν μοιράζεται απόλυτα κοινό DNA με τον/την αδελφή του, καθώς τα δύο δίδυμααδέλφια έχουν προέλθει από τη γονιμοποίηση δύο και όχι ενός ωαρίου. Ο όρος χρησιμοποιείται για προσδιορισμό αλλά και σε αντιδιαστολή προς το μονοζυγώτη ή ομοζυγώτη δίδυμο.
- Ο Γιώργος και η Μαρία είναι διζυγώτες δίδυμοι
Συνώνυμα
- διζυγωτικός
- ετεροζυγώτης
- ετεροζυγωτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.